ἐξογκοῦμαι

ἐξογκοῦμαι
ἐξογκέω
form a prominence
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
ἐξογκόω
heap up
pres ind mp 1st sg
ἐξογκόω
heap up
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομβροβλυτώ — ὀμβροβλυτῶ, έω (ΑΜ) (κατά το λεξ. Σούδα) «πλημμυρῶ, ἐξογκοῡμαι ἐκ βροχῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + βλυτώ, μέσω αμάρτυρου *ομβροβλύτης (< ὄμβρος + βλύτης < βλύζω «αναβλύζω»), πρβλ. μυρο βλυτώ] …   Dictionary of Greek

  • προεξογκούμαι — όομαι, Α [ἐξογκοῡμαι] σχηματίζω οίδημα πρώτα, πρήζομαι προηγουμένως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”